- μοναχόθεν
- μοναχόθενfrom one side onlyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοναχόθεν — (Α) επίρρ. από μία μόνο πλευρά, από ένα μόνο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + επιρρμ. κατάλ. όθεν (πρβλ. πανταχ όθεν)] … Dictionary of Greek
ολιγαχόθεν — ὀλιγαχόθεν (Α) επίρρ. από λίγους τόπους, από λίγα μέρη («ἀπὸ τῆς τε Ἀσίης καὶ τῆς Λιβύης ὀλιγαχόθεν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ὀλίγος + ουρανικό πρόσφυμα με αχ (πρβλ. αλλαχόθεν, μοναχόθεν) + επιρρμ. κατάλ. θεν) … Dictionary of Greek